ελόγου

ελόγου
μου (σου, του, της, μας, σας, τους) я (ты, он, она, мы, вы, они)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ελόγου" в других словарях:

  • ελόγου μου — (και του λόγου μου), ελόγου σου (του, της, του, μας, σας, τους), αντί των προσωπικών αντων. εγώ, εσύ, αυτός ( ή, ό), εμείς, εσείς, αυτοί ( ές, ά), η αφεντιά μου, σου, του κτλ.: Ελόγου σου, κυρ δάσκαλε, δε θα πιεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελόγου — μου, σου, του και τής, μας, σας, τους (σε ειδ. περιπτώσεις αντί τής προσ. αντων.) εγώ, εσύ, αυτός / αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί / αυτές …   Dictionary of Greek

  • ἐλόγου — λογόω introduce imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • κἀλόγου — ἀλόγου , ἄλογος without masc/fem/neut gen sg ἐλόγου , λογόω introduce imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»